- φαρμακοκινητική
- η, Ν(φαρμ.) το σύνολο τών εξεργασιών, όπως είναι η χορήγηση, η απορρόφηση από τη θέση χορήγησης στην κυκλοφορία τού αίματος και η απέκκριση τού φαρμάκου ή τών προϊόντων τού μεταβολισμού του, μέσω τών οποίων επιτυγχάνεται η επαρκής συγκέντρωση ενός φαρμάκου στη θέση-στόχο του προκειμένου να φέρει αποτέλεσμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο + κινητική].
Dictionary of Greek. 2013.